- μείγμα
- мешавина
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
μείγμα — Ετερογενές σύστημα, του οποίου τα συστατικά (τα οποία ονομάζονται και φάσεις) διατηρούν τις ιδιότητές τους ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο έχουν αναμιχθεί. Για το λόγο αυτό, είναι δυνατός ο διαχωρισμός τους είτε με φυσικές μεθόδους, όπως… … Dictionary of Greek
μείγμα — το, ατος προϊόν ανάμειξης, το κράμα: Μείγμα από νερό και ασβέστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… … Dictionary of Greek
παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
φωταέριο — Μείγμα αερίων, κυρίως υδρογόνου και μεθανίου κ.ά., τα οποία παράγονται κατά την ξηρή απόσταξη των λιθανθράκων. Η απόσταξη γίνεται με θέρμανση, σε 1.200° 1.300°C, των λιθανθράκων μέσα σε δοχεία πήλινα ή από χυτοσίδηρο και χωρίς την παρουσία αέρα.… … Dictionary of Greek
δεψικό οξύ — Μείγμα παραγώγων των πολυϋδροξυβενζοϊκών οξέων. Σε καθαρή μορφή σχηματίζει μια άχρωμη και άμορφη μάζα που διαλύεται εύκολα στο νερό, έχει πικρή γεύση και στυπτικές ιδιότητες. Η καλύτερη πηγή για την παρασκευή καθαρού δ.ο. είναι τα οιδήματα… … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
αιθαλομίχλη — Μείγμα καπνού και ομίχλης που παρουσιάζεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, πάνω από μεγάλα αστικά κέντρα και βιομηχανικές περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ρυπογόνων παραγόντων. Είναι επίσης γνωστή ως νέφος και θεωρείται από τους βασικότερους… … Dictionary of Greek
βαζελίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων με μεγάλο αριθμό ατόμων άνθρακα, κυρίως κεκορεσμένων της παραφινικής και ναφθενικής σειράς, με μικρές ποσότητες υδρογονανθράκων μη κεκορεσμένων της αιθυλενικής και διολεφινικής σειράς. Εμφανίζεται ως ημιστερεά μάζα,… … Dictionary of Greek
εμουλσίνη — Μείγμα συγγενών ενζύμων που υδρολύουν τους β γλυκοζίτες (όπως για παράδειγμα την αμυγδαλίνη με παραγωγή υδροκυανίου). Είναι μαλακή, λευκή ή κίτρινη σκόνη, που προκαλεί θόλωση του νερού αν διαλυθεί σε αυτό και βρίσκεται στα σπέρματα διαφόρων φυτών … Dictionary of Greek